Η Κάρπαθος
Το νησί της Καρπάθου βρίσκεται στο νοτιανατολικό Αιγαίο μεταξύ των νησιών της Ρόδου και της Κρήτης. Με έκταση 330 τ. χλμ. είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Δωδεκανήσου κατέχοντας και την υψηλότερη κορυφή (Καλή Λίμνη) με 1215μ. υψομ.
Η Προστατευόμενη Περιοχή της Καρπάθου περιλαμβάνει 52,1 km2 θαλάσσιας έκτασης και περίπου 102 km2 χερσαίας έκτασης.
Η Περιοχή Οικοανάπτυξης της Καρπάθου περιλαμβάνει την περιοχή με επωνυμία «Βόρεια Κάρπαθος και Σαρία και παράκτια θαλάσσια ζώνη», συνολικής έκτασης 113 Km2 που ανήκει στο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών «NATURA 2000», με κωδικό GR4210003, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (SPA, σε εφαρμογή της Οδηγίας 79/409/ΕΕ) και ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (SCI, σε εφαρμογή της Οδηγίας 92/43/ΕΕ).
Η περιοχή, στο μεγαλύτερο τμήμα της, είναι ιδιαίτερα ορεινή, με βαθιές χαράδρες, ρέματα και έντονο ανάγλυφο με μεγάλες κλίσεις, ενώ οι ακτές είναι απότομες, βραχώδεις και ενίοτε πευκόφυτες.
Κυρίαρχη βλάστηση είναι τα φρύγανα, ενώ κατά μήκος των ανατολικών ακτών αναπτύσσονται συστάδες πευκοδάσους τραχείας πεύκης.
Η βιοποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής είναι μεγάλη και χαρακτηρίζεται από πλήθος σπάνιων και ενδημικών ειδών φυτών και ζώων, τα οποία προστατεύονται από Διεθνείς Συμβάσεις και την ελληνική νομοθεσία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η σαλαμάνδρα Lyciasalamandra helverseni, κοινώς κοχυλίνα, η οποία είναι το μοναδικό ενδημικό ουροδελές στην Ελλάδα και ο βάτραχος Pelophylax cerigensis, τοπικό ενδημικό της Καρπάθου.
Και τα δύο θεωρούνται είδη άκρως απειλούμενα.
Η πλούσια χλωρίδα περιλαμβάνει περισσότερα από 940 είδη φυτών, εκ των οποίων τα 87 είναι ενδημικά, σπάνια ή απειλούμενα.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού βρίσκεται ο όρμος του Τριστόμου, ένα από τα πιο σημαντικά τμήματα της θαλάσσιας έκτασης της προστατευόμενης περιοχής. Το Τρίστομο είναι κλειστός όρμος με φυσικό λιμάνι και δύο μεγαλοπρεπείς βράχους στα δύο άκρα της εισόδου του.
Το θαλάσσιο υπόστρωμα του κόλπου είναι μαλακό και αμμώδες εσωτερικά, ενώ εξωτερικά είναι σκληρό. Στο σκληρό υπόστρωμα συναντάται σε μεγάλους πληθυσμούς το δίθυρο Arca noae, ενώ το εσωτερικό λασπώδες υπόστρωμα φιλοξενεί σημαντικό πληθυσμό του δίθυρου Pinna nobilis.
Η νήσος Σαρία χαρακτηρίζεται από απότομους γκρεμούς, λιθοσύρσεις (σάρες) και βραχώδεις ακτές. Κατά μήκος της ακτογραμμής εντοπίζονται επιφανειακές και υποθαλάσσιες σπηλιές, που αποτελούν κατάλληλα καταφύγια για τη Μεσογειακή φώκια. Στη χερσαία έκταση απαντώνται εκτεταμένοι θαμνώνες, φρύγανα, συστάδες δάσους τραχείας πεύκης καθώς και μεμονωμένες εκτάσεις εγκαταλελειμμένων ελαιοκαλλιεργειών.
Ολόκληρο το νησί έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας σύμφωνα με την οδηγία 79/409/ΕΕC, φιλοξενεί πολλά σπάνια και ενδημικά είδη φυτών και ζώων αλλά και παρουσιάζει μεγάλη αρχαιολογική αξία.
Η γεωμορφολογία τόσο της Καρπάθου όσο και της Σαρίας αποτελούν τις πλέον κατάλληλες περιοχές για τη διαβίωση και ανάπτυξη απειλούμενων ειδών της θαλάσσιας πανίδας και ορνιθοπανίδας. Οι βραχώδεις σπηλιές των ακτών είναι το αγαπημένο σπίτι της Μεσογειακής φώκιας Monachus monachus. Στους παραθαλάσσιους πάλι βράχους έχουν στήσει φωλιά ο Μαυροπετρίτης και ο Αιγαιόγλαρος. Η Σαρία φιλοξενεί επίσης αξιόλογο αριθμό σπάνιων αρπακτικών πουλιών, όπως ο Σπιζαετός, η Αετογερακίνα και ο Μαυροπετρίτης.
Επιπλέον η προστατευόμενη περιοχή παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Από τις αρχαίες πόλεις της Βρουκούντας και της Νισύρου σώζονται δεκάδες υπόσκαφοι τάφοι, ερείπια τοίχων και οχυρώσεων, τμήμα ελληνιστικών τειχών, αλλά δεν λείπουν και τα βυζαντινά μνημεία, αφού οι πόλεις αυτές κατοικούνταν μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεσαιωνικά κτίσματα στα Παλάτια της Σαρίας που χρησιμοποιήθηκαν ως ορμητήριο των Αράβων πειρατών κατά τον 8ο αι μ.Χ.